Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμηγγές
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμηνιαῖα
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηρίζω
καταμήσας
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμίγας
καταμίγνυμι
καταμιεῖ
καταμιμέομαι
καταμιμνῄσκομαι
κατάμιξις
καταμίσγω
View word page
καταμήσας
καταμήσας· καθάπαξ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμήσας
Headword (normalized):
καταμήσας
Headword (normalized/stripped):
καταμησας
IDX:
54527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54528
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμήσας·</span> <span class="foreign greek">καθάπαξ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}