Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμετρητικός
καταμηγγές
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμηνιαῖα
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηρίζω
καταμήσας
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμίγας
καταμίγνυμι
καταμιεῖ
καταμιμέομαι
καταμιμνῄσκομαι
κατάμιξις
View word page
καταμηρίζω
καταμηρίζω,
A). = διαμηρίζω , Suid. s.v. καταγιγαρτίσαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμηρίζω
Headword (normalized):
καταμηρίζω
Headword (normalized/stripped):
καταμηριζω
IDX:
54526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54527
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμηρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διαμηρίζω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">καταγιγαρτίσαι</span> .</div> </div><br><br>'}