Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηγγές
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμηνιαῖα
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηρίζω
καταμήσας
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμίγας
καταμίγνυμι
καταμιεῖ
καταμιμέομαι
View word page
καταμηνυτής
καταμην-ῡτής, οῦ, ,
A). informer, Cod.Just. 10.11.8 Intr.


ShortDef

informer

Debugging

Headword:
καταμηνυτής
Headword (normalized):
καταμηνυτής
Headword (normalized/stripped):
καταμηνυτης
IDX:
54524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54525
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμην-ῡτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">informer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cod.Just.</span> 10.11.8 </span> <span class="title" style="font-style: italic;">Intr.</span> </div> </div><br><br>'}