Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάμεστος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηγγές
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμηνιαῖα
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηρίζω
καταμήσας
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
View word page
καταμηνιαῖα
καταμηνι-αῖα, τά,(μήν) = sq. 11.2 , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμηνιαῖα
Headword (normalized):
καταμηνιαῖα
Headword (normalized/stripped):
καταμηνιαια
IDX:
54520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54521
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμηνι-αῖα</span>, <span class="gen greek">τά</span>,(<span class="etym greek">μήν</span>) = sq. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:11:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:11.2/canonical-url/"> 11.2 </a>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}