Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάτισις
κατισμός
καταμέστιος
κατάμεστος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηγγές
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμηνιαῖα
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηρίζω
καταμήσας
View word page
καταμηγγές
καταμηγγές· παρακμὴ σώματος, Hsch. (Corruption of Od. 14.214 .)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμηγγές
Headword (normalized):
καταμηγγές
Headword (normalized/stripped):
καταμηγγες
IDX:
54517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54518
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμηγγές·</span> <span class="foreign greek">παρακμὴ σώματος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Corruption of <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:14:214" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:14.214/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 14.214 </a>.)</div><br><br>'}