Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμέργω
καταμερίζω
κάτισις
κατισμός
καταμέστιος
κατάμεστος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηγγές
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμηνιαῖα
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
View word page
καταμετρητέον
καταμετρ-ητέον,
A). one must measure, S.E. M. 6.65 .


ShortDef

one must measure

Debugging

Headword:
καταμετρητέον
Headword (normalized):
καταμετρητέον
Headword (normalized/stripped):
καταμετρητεον
IDX:
54515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54516
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμετρ-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must measure</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:6:65" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:6.65/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">M.</span> 6.65 </a>.</div> </div><br><br>'}