Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμέργω
καταμερίζω
κάτισις
κατισμός
καταμέστιος
κατάμεστος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηγγές
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμηνιαῖα
καταμήνιος
View word page
καταμεστόω
καταμεστ-όω,
A). fill quite full of a thing, τινος Pherecr. 145.28 .


ShortDef

fill quite full of

Debugging

Headword:
καταμεστόω
Headword (normalized):
καταμεστόω
Headword (normalized/stripped):
καταμεστοω
IDX:
54511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54512
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμεστ-όω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fill quite full of</span> a thing, <span class="itype greek">τινος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0486.tlg001:145:28" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0486.tlg001:145.28/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pherecr.</span> 145.28 </a>.</div> </div><br><br>'}