Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμέργω
καταμερίζω
κάτισις
κατισμός
καταμέστιος
κατάμεστος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηγγές
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμηνιαῖα
View word page
κατάμεστος
κατάμεστ-ος, ον, strengthd. for μεστός,
A). gloss on κατάπαστος , Sch. Ar. Eq. 500 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάμεστος
Headword (normalized):
κατάμεστος
Headword (normalized/stripped):
καταμεστος
IDX:
54510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54511
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάμεστ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">μεστός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">κατάπαστος</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg002.perseus-grc1:500" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg002.perseus-grc1:500/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eq.</span> 500 </a>.</div> </div><br><br>'}