Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμέργω
καταμερίζω
κάτισις
κατισμός
καταμέστιος
κατάμεστος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηγγές
καταμηκύνω
View word page
κατισμός
κατ-ισμός, , = foreg., LXX Jo. 13.14 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατισμός
Headword (normalized):
κατισμός
Headword (normalized/stripped):
κατισμος
IDX:
54508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54509
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg006:13:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg006:13.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Jo.</span> 13.14 </a>.</div><br><br>'}