Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμέργω
καταμερίζω
κάτισις
κατισμός
καταμέστιος
κατάμεστος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
View word page
καταμέργω
κατ-ᾰμέργω, strengthd. for ἀμέργω, Poll. 1.225 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμέργω
Headword (normalized):
καταμέργω
Headword (normalized/stripped):
καταμεργω
IDX:
54505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54506
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ᾰμέργω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἀμέργω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1:225" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1.225/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 1.225 </a>.</div><br><br>'}