Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμέργω
καταμερίζω
κάτισις
κατισμός
καταμέστιος
View word page
καταμελιτόω
καταμελῐτόω,
A). spread with honey: metaph., of the nightingale's voice, κατεμελίτωσε τὴν λόχμην ὅλην Ar. Av. 224 .


ShortDef

to spread over with honey

Debugging

Headword:
καταμελιτόω
Headword (normalized):
καταμελιτόω
Headword (normalized/stripped):
καταμελιτοω
IDX:
54499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54500
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμελῐτόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spread with honey</span>: metaph., of the nightingale\'s voice, <span class="quote greek">κατεμελίτωσε τὴν λόχμην ὅλην</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg006.perseus-grc1:224" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg006.perseus-grc1:224/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Av.</span> 224 </a> .</div> </div><br><br>'}