καταμελετάω
καταμελετάω,
A). train fully, exercise, τινα Phlb. 55e :— Pass., ib. 57a ; τὴν ἀνδρείαν ἐν τοῖς φόβοις δεῖ -μελετᾶσθαι Lg. 649c .
2). study carefully, for the purpose of composing, τὸν ἔπαινον περί τινος Clit. 410b ; ῥητορικήν Rh. 1.236S. ; λόγον Or. 26.312b .