Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμβλυόω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμέργω
View word page
καταμελαίνω
καταμελαίνω,
A). make black, darken, in Pass., ὁ ἀὴρ -εμελαίνετο Agath. 5.3 .


ShortDef

make black, darken

Debugging

Headword:
καταμελαίνω
Headword (normalized):
καταμελαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταμελαινω
IDX:
54495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54496
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμελαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make black, darken</span>, in Pass., <span class="quote greek">ὁ ἀὴρ -εμελαίνετο</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:5:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:5.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span> 5.3 </a> .</div> </div><br><br>'}