Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμβλακεύω
καταμβλύνω
καταμβλυόω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
View word page
καταμειλίσσομαι
καταμειλίσσομαι, Att. κάτ-ττομαι,
A). appease, τὸν θυμόν τινος J. AJ 6.13.7 .


ShortDef

appease

Debugging

Headword:
καταμειλίσσομαι
Headword (normalized):
καταμειλίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμειλισσομαι
IDX:
54493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54494
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμειλίσσομαι</span>, Att. <span class="orth greek">κάτ-ττομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">appease</span>, <span class="quote greek">τὸν θυμόν τινος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:6:13:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:6:13:7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">AJ</span> 6.13.7 </a> .</div> </div><br><br>'}