Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμάω
καταμβλακεύω
καταμβλύνω
καταμβλυόω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
View word page
καταμεικτέον
καταμεικτέον,
A). one must mix, Paul.Aeg. 3.14 .


ShortDef

one must mix

Debugging

Headword:
καταμεικτέον
Headword (normalized):
καταμεικτέον
Headword (normalized/stripped):
καταμεικτεον
IDX:
54492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54493
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμεικτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must mix</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:3:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:3.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 3.14 </a>.</div> </div><br><br>'}