Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλακεύω
καταμβλύνω
καταμβλυόω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
View word page
καταμειδιάω
καταμειδιάω,
A). smile at, despise, θανάτου J. BJ 3.7.33 .


ShortDef

smile at, despise

Debugging

Headword:
καταμειδιάω
Headword (normalized):
καταμειδιάω
Headword (normalized/stripped):
καταμειδιαω
IDX:
54491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54492
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμειδιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">smile at, despise</span>, <span class="quote greek">θανάτου</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:3:7:33" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:3:7:33/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">BJ</span> 3.7.33 </a> .</div> </div><br><br>'}