Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλακεύω
καταμβλύνω
καταμβλυόω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
View word page
καταμβλυόω
καταμβλ-υόω, = foreg.,
A). τὸ κατημβλυωμένον Diph. 18.7 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμβλυόω
Headword (normalized):
καταμβλυόω
Headword (normalized/stripped):
καταμβλυοω
IDX:
54485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54486
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμβλ-υόω</span>, = foreg., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">τὸ κατημβλυωμένον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0447.tlg001:18:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0447.tlg001:18.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diph.</span> 18.7 </a> .</div> </div><br><br>'}