Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλακεύω
καταμβλύνω
καταμβλυόω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
View word page
καταμάχησις
καταμάχ-ησις [μᾰ], εως, ,
A). subduing, conquest, Gloss.


ShortDef

subduing, conquest

Debugging

Headword:
καταμάχησις
Headword (normalized):
καταμάχησις
Headword (normalized/stripped):
καταμαχησις
IDX:
54480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54481
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμάχ-ησις</span> <span class="pron greek">[μᾰ]</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">subduing, conquest,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}