Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταμαλθακίζομαι
καταμαλθάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαξεύω
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλακεύω
View word page
καταμαρτύρομαι
καταμαρτύρομαι
[ῡ]
,
A).
bear witness against,
IG
2.4322.34
.
ShortDef
bear witness against
Debugging
Headword:
καταμαρτύρομαι
Headword (normalized):
καταμαρτύρομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμαρτυρομαι
IDX:
54473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54474
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμαρτύρομαι</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bear witness against,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 2.4322.34 </span>.</div> </div><br><br>'}