Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμαλθάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαξεύω
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
View word page
καταμαξεύω
κατ-ᾰμαξεύω,
A). v. καθαμαξεύω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμαξεύω
Headword (normalized):
καταμαξεύω
Headword (normalized/stripped):
καταμαξευω
IDX:
54468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54469
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ᾰμαξεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καθαμαξεύω</span> .</div> </div><br><br>'}