Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμαλθάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαξεύω
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
View word page
καταμαλθάσσω
καταμαλθάσσω,
A). = καταμαλάσσω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμαλθάσσω
Headword (normalized):
καταμαλθάσσω
Headword (normalized/stripped):
καταμαλθασσω
IDX:
54464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54465
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμαλθάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καταμαλάσσω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}