Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμαλθάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαξεύω
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
View word page
καταμαλθακίζομαι
καταμαλθᾰκίζομαι, Pass.,
A). to be enervated, Pl. Ep. 329b .


ShortDef

to be enervated

Debugging

Headword:
καταμαλθακίζομαι
Headword (normalized):
καταμαλθακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμαλθακιζομαι
IDX:
54463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54464
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμαλθᾰκίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be enervated</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg036.perseus-grc1:329b" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg036.perseus-grc1:329b/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ep.</span> 329b </a>.</div> </div><br><br>'}