Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμαλθάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαξεύω
καταμαραίνω
καταμαργάω
View word page
κατάμακτος
κατάμακτος, ον,
A). cast, moulded, of votive offerings, σῶμα, οὖς, IG 22.1534.45 , 48 .


ShortDef

cast, moulded

Debugging

Headword:
κατάμακτος
Headword (normalized):
κατάμακτος
Headword (normalized/stripped):
καταμακτος
IDX:
54460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54461
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάμακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cast, moulded</span>, of votive offerings, <span class="foreign greek">σῶμα, οὖς</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1534.45 </span>,<span class="bibl"> 48 </span>.</div> </div><br><br>'}