Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμαλθάσσω
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
View word page
καταμαθητικός
καταμαθ-ητικός, , όν,
A). apt at learning, Poll. 9.152 .


ShortDef

apt at learning

Debugging

Headword:
καταμαθητικός
Headword (normalized):
καταμαθητικός
Headword (normalized/stripped):
καταμαθητικος
IDX:
54457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54458
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμαθ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">apt at learning</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9:152" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9.152/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 9.152 </a>.</div> </div><br><br>'}