Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλυτήριον
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
View word page
καταμαγεύω
καταμᾰγεύω,
A). bewitch, Luc. Nec. 7 .


ShortDef

to bewitch

Debugging

Headword:
καταμαγεύω
Headword (normalized):
καταμαγεύω
Headword (normalized/stripped):
καταμαγευω
IDX:
54453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54454
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμᾰγεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bewitch</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg035:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg035:7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Nec.</span> 7 </a>.</div> </div><br><br>'}