Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλυτήριον
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
View word page
καταμαγγανεύω
καταμαγγᾰνεύω,
A). subdue by sorceries, gloss on καταγοητεύω , Hsch. (prob.).


ShortDef

subdue by sorceries

Debugging

Headword:
καταμαγγανεύω
Headword (normalized):
καταμαγγανεύω
Headword (normalized/stripped):
καταμαγγανευω
IDX:
54451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54452
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμαγγᾰνεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">subdue by sorceries</span>, gloss on <span class="ref greek">καταγοητεύω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (prob.).</div> </div><br><br>'}