Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλυτήριον
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
View word page
καταλωβάω
καταλωβάω,
A). mutilate, Plb. 15.33.9 .


ShortDef

mutilate

Debugging

Headword:
καταλωβάω
Headword (normalized):
καταλωβάω
Headword (normalized/stripped):
καταλωβαω
IDX:
54449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54450
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλωβάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mutilate</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:15:33:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:15:33:9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 15.33.9 </a>.</div> </div><br><br>'}