Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλυτήριον
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
View word page
καταλυτήριον
κατα-λῠτήριον, τό,
A). = κατάλυμα , Poll. 1.73 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταλυτήριον
Headword (normalized):
καταλυτήριον
Headword (normalized/stripped):
καταλυτηριον
IDX:
54445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54446
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-λῠτήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατάλυμα</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1:73" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1.73/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 1.73 </a>.</div> </div><br><br>'}