Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταλυγίζω
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλυτήριον
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
View word page
καταλυτήρ
κατα-λῠτήρ
,
ῆρος
,
ὁ
,
A).
arbitrator,
IG
5(2).357.36
(Stymphalus, iii B. C.).
ShortDef
arbitrator
Debugging
Headword:
καταλυτήρ
Headword (normalized):
καταλυτήρ
Headword (normalized/stripped):
καταλυτηρ
IDX:
54444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54445
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-λῠτήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">arbitrator,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 5(2).357.36 </span> (Stymphalus, iii B. C.).</div> </div><br><br>'}