Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλοφάδεια
καταλοχία
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
καταλυγίζω
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλυτήριον
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
View word page
καταλύμανσις
καταλύμανσις [ῡ], εως, ,
A). ravaging, Gloss.


ShortDef

ravaging

Debugging

Headword:
καταλύμανσις
Headword (normalized):
καταλύμανσις
Headword (normalized/stripped):
καταλυμανσις
IDX:
54439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54440
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλύμανσις</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ravaging,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}