Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχία
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
καταλυγίζω
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλυτήριον
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
View word page
καταλυμακόομαι
καταλῡμᾰκόομαι,(λῦμαξ) Pass.,
A). to be silted up, Tab.Heracl. 1.56 .


ShortDef

to be silted up

Debugging

Headword:
καταλυμακόομαι
Headword (normalized):
καταλυμακόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλυμακοομαι
IDX:
54438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54439
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλῡμᾰκόομαι</span>,(<span class="etym greek">λῦμαξ</span>) Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be silted up,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tab.Heracl.</span> 1.56 </span>.</div> </div><br><br>'}