Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλοιδορέω
κατάλοιπος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχία
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
καταλυγίζω
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
View word page
καταλυγίζω
καταλῠγίζω,
A). = λυγίζω , Hsch. ( Pass.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταλυγίζω
Headword (normalized):
καταλυγίζω
Headword (normalized/stripped):
καταλυγιζω
IDX:
54434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54435
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλῠγίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λυγίζω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}