Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλληλότης
καταλοάω
καταλοβεύς
καταλογάδην
καταλογεῖον
καταλογεύς
καταλογέω
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοιάω
καταλοιδορέω
κατάλοιπος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχία
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
View word page
καταλοιάω
κατ-ᾰλοιάω,
A). = καταλοάω , Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταλοιάω
Headword (normalized):
καταλοιάω
Headword (normalized/stripped):
καταλοιαω
IDX:
54423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54424
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ᾰλοιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καταλοάω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}