καταλογή
καταλογ-ή, ἡ,(καταλέγω (B) 1.3 )
II). (καταλέγω (B) 1.2b ) regard, respect, codd.( 22.12.10 -δοχή Reiske), cf. SIG 739.9 (Delph., i B. C.); καταλογῆς [ἕνεκα], honoris causa, with gen., IG 7.413.37 (Oropus); καταλογή σοι εἴη 'saving your reverence', prob. for καταλογισθιείη, ; εἰς τὴν ἐμὴν κ. on my recommendation, used in letters of introduction, PStrassb. 117.5 (i A. D.), POxy. 787 (i A. D.), etc.; ὅπως .. κ. αὐτῶν γένηται IG 14.951.9 ; condemned by . 403
III). (καταλέγω (B) 1.1 b) recitation, opp.music, IG 9(2).531.12 (Larissa, i B. C. /i A. D.),