Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάλλαξις
καταλλάσσω
καταλληλία
κατάλληλος
καταλληλότης
καταλοάω
καταλοβεύς
καταλογάδην
καταλογεῖον
καταλογεύς
καταλογέω
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοιάω
καταλοιδορέω
κατάλοιπος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
View word page
καταλογέω
κατ-ᾰλογέω,
A). v. κατηλογέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταλογέω
Headword (normalized):
καταλογέω
Headword (normalized/stripped):
καταλογεω
IDX:
54419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54420
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ᾰλογέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατηλογέω</span> .</div> </div><br><br>'}