Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλιμπάνω
καταλῖναι
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
καταλιχμάομαι
καταλλάγδην
καταλλαγή
κατάλλαγμα
καταλλακτήριος
καταλλάκτης
καταλλακτικός
κατάλλαξις
καταλλάσσω
καταλληλία
κατάλληλος
καταλληλότης
καταλοάω
καταλοβεύς
View word page
κατάλλαγμα
κατάλλ-αγμα, ατος, τό, = foreg. 11 , Hsch.
A). s.v. καταλλαγὴν δορός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάλλαγμα
Headword (normalized):
κατάλλαγμα
Headword (normalized/stripped):
καταλλαγμα
IDX:
54405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54406
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάλλ-αγμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg006.perseus-grc1:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg006.perseus-grc1:11/canonical-url/"> 11 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">καταλλαγὴν δορός</span> .</div> </div><br><br>'}