Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῖναι
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
καταλιχμάομαι
καταλλάγδην
καταλλαγή
κατάλλαγμα
καταλλακτήριος
καταλλάκτης
καταλλακτικός
κατάλλαξις
καταλλάσσω
καταλληλία
κατάλληλος
View word page
καταλιχμάομαι
καταλιχμ-άομαι,
A). lick up, eat, S.E. P. 1.57 .


ShortDef

lick up, eat

Debugging

Headword:
καταλιχμάομαι
Headword (normalized):
καταλιχμάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλιχμαομαι
IDX:
54402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54403
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλιχμ-άομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lick up, eat</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg001:1:57" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg001:1.57/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">P.</span> 1.57 </a>.</div> </div><br><br>'}