Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῖναι
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
καταλιχμάομαι
καταλλάγδην
καταλλαγή
κατάλλαγμα
καταλλακτήριος
καταλλάκτης
καταλλακτικός
κατάλλαξις
καταλλάσσω
καταλληλία
View word page
καταλιχμάζομαι
καταλιχμ-άζομαι,
A). lick all over, Opp. C. 2.389 (tm.).


ShortDef

lick all over

Debugging

Headword:
καταλιχμάζομαι
Headword (normalized):
καταλιχμάζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλιχμαζομαι
IDX:
54401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54402
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλιχμ-άζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lick all over</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0024.tlg001.perseus-grc1:2:389" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0024.tlg001.perseus-grc1:2.389/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Opp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">C.</span> 2.389 </a> (tm.).</div> </div><br><br>'}