Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῖναι
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
καταλιχμάομαι
καταλλάγδην
καταλλαγή
κατάλλαγμα
καταλλακτήριος
καταλλάκτης
καταλλακτικός
κατάλλαξις
καταλλάσσω
View word page
καταλιφή
κατ-ᾰλῐφή, ,
A). plastering, whitewashing, IG 22.1664.12 (iv B.C.), OGI 737.10 (Memphis, ii B.C.).


ShortDef

plastering, whitewashing

Debugging

Headword:
καταλιφή
Headword (normalized):
καταλιφή
Headword (normalized/stripped):
καταλιφη
IDX:
54400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54401
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ᾰλῐφή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plastering, whitewashing,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 22.1664.12 </span> (iv B.C.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">OGI</span> 737.10 </span> (Memphis, ii B.C.).</div> </div><br><br>'}