Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁγιώδως
ἁγιωσύνη
ἀγκ
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω
ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλῖναι
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἀγκαλισμός
ἄγκαλος
ἀγκαλπίς
ἀγκάς
ἀγκή
ἀγκηθής
ἀγκιστρεία
ἀγκιστρευτικός
View word page
ἀγκαλῖναι
ἀγκᾰλ-ῖναι, αἱ,
A). = ἀγκάλαι (Arg.), Hsch.


ShortDef

arms

Debugging

Headword:
ἀγκαλῖναι
Headword (normalized):
ἀγκαλῖναι
Headword (normalized/stripped):
αγκαλιναι
IDX:
543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-544
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγκᾰλ-ῖναι</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀγκάλαι</span> (Arg.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}