Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῖναι
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
καταλιχμάομαι
View word page
καταλιθοβολέω
καταλῐθοβολέω,
A). throw stones at, stone, LXX Ex. 17.4 .


ShortDef

throw stones at, stone

Debugging

Headword:
καταλιθοβολέω
Headword (normalized):
καταλιθοβολέω
Headword (normalized/stripped):
καταλιθοβολεω
IDX:
54392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54393
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλῐθοβολέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">throw stones at, stone</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg002:17:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg002:17.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ex.</span> 17.4 </a>.</div> </div><br><br>'}