Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῖναι
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
View word page
καταλιθάζω
καταλῐθάζω,
A). = καταλιθόω , Ev.Luc. 20.6 .


ShortDef

stone to death

Debugging

Headword:
καταλιθάζω
Headword (normalized):
καταλιθάζω
Headword (normalized/stripped):
καταλιθαζω
IDX:
54391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54392
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλῐθάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καταλιθόω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg003.perseus-grc1:20:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg003.perseus-grc1:20.6/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ev.Luc.</span> 20.6 </a>.</div> </div><br><br>'}