Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταληΐζομαι
καταληκτέον
καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
καταληπτήρ
καταληπτικός
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῖναι
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
View word page
καταλήψιμος
καταλήψιμος, ον,
A). to be seized and condemned, opp. ἀπολύσιμος, Antipho 4.4.9 .


ShortDef

to be seized and condemned

Debugging

Headword:
καταλήψιμος
Headword (normalized):
καταλήψιμος
Headword (normalized/stripped):
καταληψιμος
IDX:
54389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54390
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλήψιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be seized and condemned</span>, opp. <span class="foreign greek">ἀπολύσιμος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0028.tlg004.perseus-grc1:4:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0028.tlg004.perseus-grc1:4.9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Antipho</span> 4.4.9 </a>.</div> </div><br><br>'}