Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάλεκτος
καταλέκτρια
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
καταλευγαλέα
καταλευκόω
καταλεύσιμος
καταλεύω1
καταλεύω2
καταλέχομαι
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
καταληκτέον
καταληκτικός
κατάλημμα
κατάληξις
καταληπτέος
View word page
καταλεύω2
κατ-αλεύω, strengthd, for ἀλεύω, in aor. inf. καταλεῦσαι, Hsch.


ShortDef

to stone to death
[lexical cite]

Debugging

Headword:
καταλεύω2
Headword (normalized):
καταλεύω
Headword (normalized/stripped):
καταλευω2
IDX:
54374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54375
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-αλεύω</span>, strengthd, for <span class="foreign greek">ἀλεύω</span>, in aor. inf. <span class="foreign greek">καταλεῦσαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}