Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
καταλεκτέον
κατάλεκτος
καταλέκτρια
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
καταλευγαλέα
καταλευκόω
καταλεύσιμος
καταλεύω1
καταλεύω2
καταλέχομαι
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληΐζομαι
καταληκτέον
View word page
καταλευγαλέα
καταλευγαλέα· κάθυγρος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταλευγαλέα
Headword (normalized):
καταλευγαλέα
Headword (normalized/stripped):
καταλευγαλεα
IDX:
54370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54371
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλευγαλέα·</span> <span class="foreign greek">κάθυγρος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}