Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλείβω
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
καταλεκτέον
κατάλεκτος
καταλέκτρια
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
καταλευγαλέα
καταλευκόω
καταλεύσιμος
καταλεύω1
καταλεύω2
View word page
κατάλεκτος
κατάλεκτος,
A). cataleclum, Gloss.


ShortDef

cataleclum

Debugging

Headword:
κατάλεκτος
Headword (normalized):
κατάλεκτος
Headword (normalized/stripped):
καταλεκτος
IDX:
54364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54365
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάλεκτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cataleclum,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}