Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάλεγμα
καταλέγω1
καταλέγω2
καταλείβω
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
καταλεκτέον
κατάλεκτος
καταλέκτρια
κατάλεξις
καταλεπτολογέω
κατάλεπτον
καταλεπτύνω
καταλευγαλέα
καταλευκόω
View word page
καταλείψανον
καταλείψᾰνον, τό,
A). remnant, PMag.Par. 1.1405a .


ShortDef

remnant

Debugging

Headword:
καταλείψανον
Headword (normalized):
καταλείψανον
Headword (normalized/stripped):
καταλειψανον
IDX:
54361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54362
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλείψᾰνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">remnant,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.1405a </span>.</div> </div><br><br>'}