καταλείφω
κατ-ᾰλείφω,
A). besmear, τὸ κηρίον HA 627a10 ; πηλῷ φράγματα ; 37.9 κατήλειψε τὸν Χηραμὸν τῷ πηλῷ NA 3.26 : abs., apply an ointment, Liqu. 6 :— Med., dub. l. in HA 555a14 :— Pass., καταλήλειπταί τινι ib. 551b5 ; ὅταν καταλειφθῇ ib. 554a30 , cf. , 9.112 . 1.657
2). plaster, τέγη IG 12(7).62.26 (Amorgos, iv B.C.); ὀροφήν Inscr.Délos 290.97 (iii B.C.).