Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
κατάλαμψις
καταλαπριώσει
καταλγέω
καταλγύνω
καταλεαίνω
κατάλεγμα
καταλέγω1
καταλέγω2
καταλείβω
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
καταλείψανον
κατάλειψις
View word page
καταλέγω1
καταλέγω
(A),
A).
lay down
; v.
καταλέχομαι
.
ShortDef
recount, tell at length and in order; enrol, enlist
Debugging
Headword:
καταλέγω1
Headword (normalized):
καταλέγω
Headword (normalized/stripped):
καταλεγω1
IDX:
54352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54353
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλέγω</span> (A), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lay down</span>; v. <span class="ref greek">καταλέχομαι</span> .</div> </div><br><br>'}