Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
κατάλαμψις
καταλαπριώσει
καταλγέω
καταλγύνω
καταλεαίνω
κατάλεγμα
καταλέγω1
καταλέγω2
καταλείβω
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
καταλειτουργέω
View word page
καταλγύνω
καταλγ-ύνω
,
A).
grieve very much
, in Pass.,
Hsch.
ShortDef
grieve very much
Debugging
Headword:
καταλγύνω
Headword (normalized):
καταλγύνω
Headword (normalized/stripped):
καταλγυνω
IDX:
54349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54350
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλγ-ύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grieve very much</span>, in Pass., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}